Η ιστορία του στρατοπέδου Χαϊδαρίου, ως στρατόπεδο κρατουμένων, ξεκινάει στις 2 Σεπτεμβρίου1943 με πρώτο διοικητή τον Ιταλό λοχαγό Roata. Την επομένη φθάνουν οι πρώτοι 590 κρατούμενοι από το στρατόπεδο της Λάρισας: 243 Ακροναυπλιώτες κομμουνιστές, 20 Αναφιώτες και 327 αιχμάλωτοι των Ιταλών.
Η άνευ όρων όμως παράδοση της Ιταλικής κυβερνήσεως στις 8.9.1943 ανατρέπει όλα τα δεδομένα στην Ελλάδα. Έτσι, στις 10 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους το στρατόπεδο περνάει στα χέρια των Γερμανών με Δκτη τον επιλοχία Roudi Trepte και από τότε αρχίζει η μαύρη ιστορία του ως «αποθήκη ψυχών». 
Το μεγάλο μαρτύριο για τους κρατουμένους ξεκινάει τρεις μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 29 Νοεμβρίου, όταν το στρατοπέδο αναλαμβάνουν τα SS με διοικητή το διαβόητο ταγματάρχη Paul Radomski και οδηγίες οργάνωσης κατά τα «γερμανικά πρότυπα στρατοπέδων», δοθείσες από το Γερμανό στρατηγό Stroop κατά τη σύντομη επίσκεψή του στην Αθήνα. 
Οι γερμανικές διαταγές «λειτουργίας στρατοπέδων» αρχίζουν να εφαρμόζονται με κύριο στόχο την τρομοκρατία όχι τόσο των εγκλείστων, όσο του εκτός στρατοπέδου πληθυσμού, μια και η αντίσταση του βασανισμένου ελληνικού λαού κάθε μέρα μεγάλωνε.
Το στρατόπεδο διοικείται με το βούρδουλα, τα σκυλιά Αλσατίας, τους άνευ λόγου ξυλοδαρμούς, τα βασανιστήρια αλλά και τις εκτελέσεις. Οι συνθήκες διαβιώσεως είναι άθλιες. Οι κρατούμενοι παραμένουν ομαδικά σε θαλάμους των κτιρίων, χωρίς κρεβάτια με μόνο μια κουρελιασμένη κουβέρτα. Το φαγητό είναι κακής ποιότητας, το νερό ελάχιστο. Το αποχετευτικό δίκτυο συχνά δε λειτουργεί, με αποτέλεσμα οι διάδρομοι και οι σκάλες να γεμίζουν περιττώματα, τα οποία οι κρατούμενοι είναι υποχρεωμένοι να καθαρίζουν με τα χέρια. 
Οι στρατιώτες φύλακες είναι «δευτέρας κατηγορίες SS», κυρίως Ούγγροι και Ρουμάνοι, οι οποίοι στερούμενοι πράσινης κάρτας επιβεβαιώσεως άριας φυλής, προσπαθούν να αποδείξουν με τη βάναυση και απάνθρωπη συμπεριφορά τους την καθαρότητά τους ως άρια φυλή.
Τα κτήρια είναι αριθμημένα και ονομάζονταν Μπλοκ. Το Μπλοκ 15 είναι κτήριο απομόνωσης και βασανισμού κρατουμένων. Ένα τμήμα των σημερινών λουτρών έχει διαμορφωθεί σε μικρά κελιά αυστηρής απομόνωσης γυναικών, ενώ το σημερινό κτήριο 8 είναι απομονωμένο με συρματόπλεγμα, όπου κρατούνται γυναίκες, πολλές από τις οποίες έχουν μαζί και τα παιδιά τους.

7.12.1943: Η πρώτη εκτέλεση

Το μεσημέρι της 7ης Δεκεμβρίου 1943 φθάνει στο στρατόπεδο μια δωδεκαμελής ομάδα κρατουμένων από τις φυλακές Αβέρωφ. Μεταξύ αυτών είναι σιδηροδέσμιος, ρακένδυτος και ξυλοδαρμένος, ο Ισραηλίτης έφεδρος υπολοχαγός του ελληνικού στρατού Λευή, καταγόμενος από τα Ιωάννινα. Στο απογευματινό προσκλητήριο, της ιδίας ημέρας, παρουσία όλων των κρατουμένων ο διοικητής του στρατοπέδου ταγματάρχης των SS Paul Radomski, που μόλις προ οκταημέρου έχει αναλάβει τη διοίκηση, θέλοντας να τρομοκρατήσει τους κρατουμένους αλλά και να επιδείξει ότι τηρεί πιστά τις αρχές των SS, διατάσσει το δύστυχο υπολοχαγό να παρουσιαστεί ενώπιον του. Μετά από σύντομη ανάγνωση του κατηγορητήριου, ότι δηλαδή επιχείρησε να δραπετεύσει κατά τη σύλληψή του, τον εκτελεί ο ίδιος. Για την ακρίβεια, τον δολοφονεί με το πιστόλι του σχεδόν εξ επαφής με μια σφαίρα στο κεφάλι, αφού πρώτα τον έχει μαστιγώσει στο πρόσωπο. Απευθυνόμενος δε προς τους κρατουμένους τους απειλεί ότι αυτό περιμένει όποιον προσπαθήσει να δραπετεύσει. Αμέσως διατάσσει να αφαιρεθούν τα παπούτσια του δολοφονημένου, που ήταν σε καλή κατάσταση, διότι βάσει των εν ισχύ διαταγών, οι ενδυμασίες των προς εκτέλεση κρατουμένων ανήκαν στο γερμανικό κράτος ως «λεία πολέμου». 
Μετά τη δολοφονία του Λευή, ακολουθούν πολυάριθμες, μεμονωμένες ή ομαδικές εκτελέσεις στο Χαϊδάρι.

1.5.1944: Εκτέλεση 200

Στις 27 Μαρτίου 1944 σε ενέδρα διμοιρίας του 8ου Συντάγματος του ΕΛ.ΑΣ με διμοιρίτη τον ανθυπολοχαγό Μανώλη Σταθάκη, έξω από τους Μολάους της Λακωνίας φονεύονται ο γερμανός στρατηγός Φράντς Κρέχ και τρεις γερμανοί αξιωματικοί. Αμέσως ως αντίποινα η γερμανική διοίκηση από το αρχηγείο των SS της οδού Μέρλιν αποφασίζει εκτέλεση 200 ομοϊδεατών της προαναφερθείσας διμοιρίας (50 για κάθε γερμανό αξιωματικό). Για το σκοπό αυτό υπάρχει η εύκολη λύση: επιλογή 200 κομμουνιστών από τους συνολικά 260 κρατούμενους του θαλάμου 1 του μπλοκ 3 του Χαϊδαρίου. 
Ανάμεσα στους 200 προς εκτέλεση είναι και ο Ναπολέων Σουκατζίδης, διερμηνέας του στρατοπεδάρχη, ο οποίος γνωρίζει ρωσικά, αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά και τουρκικά. Μόλις ο στρατοπεδάρχης αναφέρει το όνομά του, του προτείνει να τον εξαιρέσει, με προϋπόθεση την αντικατάστασή του με έτερο. Ο Σουκατζίδης χωρίς καμία σκέψη αρνείται. 
Τα ξημερώματα της 1ης Μαΐου 1944 είκοσι καμιόνια φθάνουν στην πύλη του στρατοπέδου και παραλαμβάνουν τους προς εκτέλεση στο σκοπευτήριο της Καισαριανής.

7.9.1944: Εκτέλεση 59

Τον Αύγουστο του 1944, δυο μήνες μετά την επιτυχή απόβαση στη Νορμανδία, οι Γερμανοί διαβλέποντας την τελική νίκη των συμμάχων μαλάκωσαν τη συμπεριφορά τους προς τους κρατουμένους των φυλακών Αβέρωφ και του στρατοπέδου Χαϊδαρίου. Παύουν τις εκτελέσεις και μάλιστα στις 6 Σεπτεμβρίου μοιράζουν αποφυλακιστήρια σε κρατουμένους, για απελευθέρωσή τους το επόμενο πρωί. 
Όμως, τι ειρωνεία. Το ίδιο βράδυ για 59 από αυτούς σβήνει κάθε ελπίδα να αναπνεύσουν τον αέρα της ελευθερίας. Και οι 59, μετά από ονομαστική επιλογή του αρχηγείου των SS, οδηγούνται αμέσως στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν. Όλοι είναι αγνοί πατριώτες, μέλη μυστικών αντιστασιακών οργανώσεων κυρίως της οργάνωσης «Υβόνη», της επονομαζόμενης «αόρατης στρατιάς», δραστηριοποιούμενη σε όλο τον ελληνικό χώρο, με αποστολές κατασκοπίας και δολιοφθορών. Όλοι έχουν συλληφθεί πριν από μερικούς μήνες μετά από προδοσία και έχουν βάναυσα βασανιστεί. 
Με το πρώτο φως της επόμενης ημέρας οι 59 εκτελούνται στο δάσος Χαϊδαρίου μπροστά από ένα μικρό τοιχίο. Μεταξύ των εκτελεσθέντων είναι ο καθολικός ιερέας Χρυσόστομος Βασιλείου, που το βράδυ της παραμονής της εκτελέσεως έχει εξομολογήσει τους μελλοθάνατους, αλλά και η ηρωική Λέλα Καραγιάννη, έγκλειστη στα κελιά αυστηρής απομόνωσης Χαϊδαρίου, αρχηγός της αντιστασιακής οργάνωσης «Μπουμπουλίνα». Η εν λόγω οργάνωση χρηματοδοτούνταν από την ίδια την Καραγιάννη και αποτελούσε δίκτυο κατασκοπίας που μέσω της οργάνωσης «ΥΒΟΝΗ» διοχέτευε πολύτιμες πληροφορίες για τις γερμανικές δραστηριότητες στο συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής.
Σήμερα τους 59 πατριώτες, εκτελεσθέντες βεβιασμένα με συνοπτικές διαδικασίες λίγο πριν την απελευθέρωση για καθαρά λόγους εκδίκησης και μίσους από στελέχη των SS της Μέρλιν προς τους Έλληνες αντιστασιακούς, παρά τις Γερμανικές οδηγίες για παύση εκτελέσεων, μας τους θυμίζουν το μνημείο στο δάσος Χαϊδαρίου και η αποκεφαλισμένη από βάνδαλους μαρμάρινη προτομή της ηρωίδας Λένας Καραγιάννη στην οδό Τοσίτσα δίπλα από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Αν υπήρξε ένα μέρος στην Ελλάδα όπου η χρήση της τρομοκρατίας τελειοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε στο έπακρο, αυτό ήταν το στρατόπεδο Χαϊδαρίου, το σημερινό Στρατόπεδο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ «Α» λίγα χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της Αθήνας, το οποίο από το 1946 στεγάζει το όπλο των Διαβιβάσεων.
Το στρατόπεδο υπήρξε και κέντρο μεταγωγών, όπου αιχμάλωτοι Ιταλοί στρατιώτες, Εβραίοι (κυρίως από Δωδεκάνησα, Ήπειρο και Ιόνια νησιά), και διάφοροι άλλοι κρατούνταν ώσπου να σταλούν σε στρατόπεδα εργασίας ή κρεματόρια του βορρά. Εκεί πολλοί από αυτούς νοικιάζονταν σε κρατικά ή ιδιωτικά εργοστάσια με το ημερομίσθιό τους να πιστώνεται στα ταμεία των SS.
Το Χαϊδάρι στέγασε, επίσης, συλληφθέντες προοριζόμενους για ανάκριση στο αρχηγείο των SS, καθώς και εκατοντάδες επιλεχθέντες για μαζικές εκτελέσεις. Οι «φιλοξενούμενοι» του στρατοπέδου υπολογίζονται σε 33.000, ανεξαρτήτου φύλου, από βρέφη έως και υπερήλικες, οι δε εκτελεσθέντες σε περισσότερους από 1.800.

Σπυρίδων Κουρκούμπας
Υποστράτηγος ε.α.