Η άγνωστη ιστορία της ελληνικής απαραβίαστης κρυπτογραφικής συσκευής DE-59

 Υπάρχουν κάποιες µοναδικές εφευρέσεις, που ενώ θα µας έκαναν πολύ υπερήφανους, αναγκαστικά έµειναν «αθέατες», στο βωµό της διασφάλισης εθνικών µυστικών. Η έννοια του κρατικού µυστικού εµφανίστηκε ταυτόχρονα µε την ίδρυση των οργανωµένων κρατών. Τότε προέκυψε και η ανάγκη ασφαλούς µετάδοσης εµπιστευτικών µηνυµάτων σε µεγάλες αποστάσεις, αλλά άνθισαν και οι προσπάθειες υποκλοπής τους. Είναι γνωστές οι προσπάθειες διαβίβασης µυστικών στην αρχαία Ελλάδα, µε τρόπο που δεν θα επέτρεπε την γνώση τους από άλλους εκτός του τελικού τους αποδέκτη. Κλασσικό παράδειγµα η κρυπτεία σκυτάλη των Σπαρτιατών. Με την πάροδο του χρόνου, µε την ανάπτυξη της γνώσης και της τεχνολογίας, η κρυπτογράφηση και η αποκρυπτογράφηση απορρήτων πληροφοριών εξελίχθηκε σε κρίσιµο παράγοντα επιτυχίας των επιχειρήσεων και συχνά στη διαδροµή της ιστορίας η διαρροή µυστικών αποδείχθηκε πιο καταστροφική από τις ένοπλες αντιπαραθέσεις. Η κατασκευή των κρυπτογραφικών µηχανών (ή κρυπτοµηχανών) ξεκίνησε από την αρχή της δεκαετίας του 1920, προκειµένου να εξασφαλισθεί το απαραβίαστο των σηµάτων µε ταχύτητα κι ευκολία, ενώ στη συνέχεια κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ εξελίχθηκαν και γνώρισαν ευρεία χρήση µεταξύ των αντίπαλων στρατοπέδων. Αντίστοιχα όµως, αναπτύχθηκαν διατάξεις µηχανικής κρυπτανάλυσης, που τελικά «έσπαγαν» τους κώδικες και αποκάλυπταν τα µυστικά. Είναι πολύ γνωστή, άλλωστε, η εντατική προσπάθεια των Άγγλων σε συνεργασία µε τους συµµάχους να «σπάσουν» τη γερµανική κρυπτοµηχανή ENIGMA προκειµένου να υποκλέπτουν τα απόρρητα γερµανικά µηνύµατα, το οποίο πέτυχαν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, γεγονός που βοήθησε να συντοµευτεί το τέλος του πολέµου κατά µερικά έτη. Τον Β’ΠΠ διαδέχθηκε ο Ψυχρός Πόλεµος και η ανάγκη διασφάλισης των επικοινωνιών παρέµεινε αµείωτη από εχθρούς αλλά και από συµµάχους. Μέσα από τους αντίπαλους συνασπισµούς διαπιστώθηκε ότι ήταν πολύ πιο ασφαλές να αναπτύξει η κάθε χώρα τις δικές της εθνικές κρυπτοµηχανές, σχεδιασµένες από ανθρώπους που είχαν τις κατάλληλες γνώσεις και κυρίως απολάµβαναν εµπιστοσύνης, παρά να αγοράσουν από το εµπόριο κατασκευασµένες από αγνώστους, µε βέβαιο κίνδυνο να υπάρχουν «κεκρόπορτες», που θα επέτρεπαν σε ξένες δυνάµεις να µπορούν να διαβάζουν τα απόρρητα µηνύµατα. Η Ελλάδα δεν θα µπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.

 Στα µέσα της δεκαετίας 1950 η µόλις πρόσφατα ιδρυθείσα ΚΥΠ είχε µυηθεί στο παιχνίδι της υποκλοπής επικοινωνιών άλλων κρατών και των διπλωµατικών αποστολών τους κι έτσι αναδείχθηκε η ανάγκη προστασίας και των ελληνικών κρατικών τηλεπικοινωνιών. Εκεί ανέλαβε έργο ο µηχανικός Δρ. Παναγής Δελµούζος. Ο Παναγής, που µε τον αδελφό του Άλκη ήταν γιοί του καθηγητού του πανεπιστήµιου Θεσσαλονίκης Αλέξανδρου Δελµούζου, ήταν ήδη καταξιωµένος ηλεκτρονικός τεχνικός, αφού ήδη το 1938 είχε ιδρύσει την εταιρεία ΕΛΒΙΡΑ (ΕΛληνική ΒΙοµηχανία ΡΑδιοφώνων), που κατασκεύαζε οικιακά ραδιόφωνα δικής της σχεδίασης µε εισαγόµενα εξαρτήµατα. Το 1940 η ακµάζουσα ΕΛΒΙΡΑ έφθασε να προτείνει στο Υπουργείο Στρατιωτικών την επιτόπια κατασκευή ραδιοδεκτών για τον Στρατό, µικρότερων-ελαφρύτερων και µε καλύτερη ευαισθησία από τους ήδη χρησιµοποιούµενους γερµανικούς LORENZ. Στη διάρκεια της Κατοχής πέτυχαν να παραµείνει σε λειτουργία η ΕΛΒΙΡΑ µε προσωπικό 110 άτοµα, λόγω της προπολεµικής εµπορικής σχέσης µε την γερµανική SIEMENS, αλλά παράλληλα τα αδέλφια συνεργάζονταν κρυφά µε τους Συµµάχους και κατασκεύαζαν-επισκεύαζαν ασυρµάτους αντιστασιακών οργανώσεων, όπως η ΑΠΟΛΛΩΝ (ΥΒΟΝΝΗ) όπου είχαν ενταχθεί. Στα µέσα όµως του 1944, προδόθηκε η δράση τους και τα αδέλφια συνελήφθησαν ενώ το εργοστάσιο λεηλατήθηκε, αλλά ευτυχώς κατάφεραν να δραπετεύσουν. Μεταπολεµικά, το 1946 το εργοστάσιο της ΕΛΒΙΡΑ στήθηκε πάλι, µε οικονοµική βοήθεια που δόθηκε από τους Άγγλους ως αναγνώριση της προσφοράς τους αλλά και ως αποζηµίωση των ζηµιών που είχαν υποστεί. Το 1955 η ΕΛΒΙΡΑ είχε πάλι αναπτυχθεί, κατασκεύαζε ποιοτικά ραδιόφωνα και ανταγωνιζόταν επάξια ξένες εταιρείες όπως οι PHILIPS και TELEFUNKEN. Τότε, ανατέθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών στον Δρ. Παναγή Δελµούζο η µελέτη κι ανάπτυξη µίας εθνικής κρυπτοµηχανής, µε επιδότηση ενός εκατοµµυρίου δραχµών. Ο Δελµούζος ήταν από τους πρώτους που εφήρµοσαν στην πράξη τις θεωρητικές εργασίες του Αµερικανού καθηγητού C. Shannon για την ασφάλεια, µε τις οποίες αποδείχθηκε ότι το µόνο κρυπτοσύστηµα που αντέχει σε οποιαδήποτε κρυπταναλυτική επίθεση, είναι ο κώδικας µιας χρήσεως (one-time-pad) δηλ. η κλείδα της κρυπτογράφησης να µην επαναλαµβάνεται, αλλά να χρησιµοποιείται µόνο µία φορά, ώστε να µην είναι προβλέψιµη απο εκείνους που θα προσπαθήσουν να υποκλέψουν την επικοινωνία, κάνοντας έτσι αδύνατη τη διάσπαση του κώδικα. Ο ιδιοφυής Δελµούζος κατάφερε να κάνει πράξη τη θεωρία κι επινόησε µία νέα συσκευή. Το εργαστηριακό πρότυπο τελειοποιήθηκε το 1959 και οδήγησε στη ίδρυση από τον Δελµούζο του ΚΕΕΘΑ (Κέντρου Ερευνών Εθνικής Αµύνης). Η πρώτη δοκιµή των κρυπτοµηχανών έγινε σε γραµµή της Αθήνας µε την πρεσβεία µας στη Ρώµη, ενώ ακολούθησε κι άλλη πετυχηµένη δοκιµή µε τη διπλωµατική αποστολή µας στη Νέα Υόρκη. Επρόκειτο για ένα ζεύγος συσκευών, κάθε µία συνδεδεµένη σε τηλέτυπο, δηλ. στις ηλεκτρικές γραφοµηχανές αποστολής-λήψης κειµένου µεταξύ δύο µακρινών ανταποκριτών. Η νέα κρυπτοσυσκευή αυτή υποβλήθηκε σε διεξοδικούς ελέγχους από τους Αµερικανούς το 1961, που προσπάθησαν να βρούν τυχόν αδυναµίες της, στο τέλος όµως βρέθηκε απόλυτα απαραβίαστη και το 1962 εγκρίθηκε από το ΝΑΤΟ, ως κατάλληλη για διαβίβαση πληροφοριών µε οποιοδήποτε βαθµό ασφαλείας (µέγιστη διαβάθµιση). Η κρυπτοµηχανή ονοµάσθηκε «Συσκευή Κρυπτογραφήσεως Επί Γραµµής DE-59» (προφανώς από το ΔΕλµούζος-1959) και σύντοµα άρχισε η µαζική παραγωγή της στο ΚΕΕΘΑ. Η κρίσιµη κλείδα της «µιάς-χρήσεως» ήταν σε µορφή χάρτινης διάτρητης ταινίας τηλετύπου, την οποία «διάβαζε» η κρυπτοµηχανή ταυτόχρονα µε την εκποµπή/λήψη του σήµατος, κάνοντας «µίξη» του απόρρητου κειµένου µε την κλείδα, ώστε ακόµη κι όταν υποκλαπεί το τελικό κρυπτογραφηµένο κείµενο να είναι αδύνατη η διάσπαση του. Η ίδια ακριβώς ταινία-κλείδα (το «σέτ» όπως την έλεγαν οι χειριστές) υπήρχε συγχρονισµένη σε κάθε πλευρά, αποστολέα και παραλήπτη, αλλά µόνον εκεί, αφού είχε παραχθεί µόνον σε 2 αντίτυπα κι έτσι ήταν αδύνατο να διαρρεύσει. Εσωτερικά, τα εξαρτήµατα της συσκευής ήταν τεχνολογίας τρανζίστορ, ξεπερνώντας την εποχή των παρωχηµένων λυχνιών, ενώ τα κυκλώµατά της ήταν τοποθετηµένα σε ένδεκα «φέτες» (βαθµίδες), οπότε αν πάθαινε κάποια βλάβη η επισκευή ήταν εύκολη και ταχεία µε την αντικατάσταση της χαλασµένης «φέτας» µε εφεδρική. Είχε επίσης επιπρόσθετα συστήµατα για έλεγχο ορθής κρυπτογράφησης και καταστολή παρασίτων. Η λειτουργία της συσκευής «ON LINE» όπως την αποκαλούσαν, επειδή κρυπτογραφούσε το σήµα τηλετύπου αυτόµατα στη διάρκεια της εκποµπής του, είχε ένα σηµαντικό επιχειρησιακό πλεονέκτηµα: τη ταχύτητα αποστολής-λήψης των διαβαθµισµένων σηµάτων, που άλλως θα έπρεπε να κρυπτογραφηθούν µε τα ξεπερασµένα χειρογραφικά µέσα, µε σηµαντική καθυστέρηση ωρών και σοβαρή πιθανότητα σφάλµατος από τον κρυπτογράφο. Σταδιακά εγκαταστάθηκε σε όλα τα Κέντρα Επικοινωνιών των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάµεων, της Χωροφυλακής, του Υπουργείου Εξωτερικών και των ελληνικών διπλωµατικών αποστολών στο εξωτερικό κι έµεινε σε χρήση για 35 έτη τουλάχιστον. Ενώ παραµένει άγνωστη η συνολική ποσότητα συσκευών που κατασκευάσθηκαν, γνωρίζουµε οτι τυπώθηκαν 1.500 τεχνικά εγχειρίδια της. Αξέχαστος σίγουρα στη µνήµη των Χειριστών Τηλετύπου παραµένει ο χαρακτηριστικός ήχος, ΤΑΚ-ΤΑΚ, του αναγνώστη της ταινίας-κλείδας. Η απόλυτα ασφαλής κρυπτοµηχανή του Δελµούζου αποτελούσε πρωτοποριακό τεχνολογικό επίτευγµα εκείνης της εποχής. Απόδειξη του ισχυρισµού αυτού βρίσκουµε στο βιβλίο «Spycatcher», του πρώην κορυφαίου υπαλλήλου της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών Peter Wright. Εκεί οµολογεί ότι οι Βρετανοί είχαν καταφέρει να υποκλέπτουν όλα τα τηλεγραφήµατα των ξένων διπλωµατών, ακόµη και συµµάχων τους όπως των Γάλλων, σε µία εποχή που υπήρχε ανοιχτή διπλωµατική αντιπαράθεση µεταξύ τους που αφορούσε κυρίως την ένταξη της πρώτης στην Ε.Ο.Κ., µε τους Γάλλους να αντιδρούν σε αυτή την προοπτική. Δεν πέτυχαν όµως να υποκλέψουν τα τηλεγραφήµατα της ελληνικής πρεσβείας, λόγω της εφεύρεσης του Δελµούζου.

 Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας οδήγησε στα µέσα της δεκαετίας 1990 στην κατάργηση των τηλετύπων από τις κρατικές τηλεπικοινωνίες, καθώς εµφανίστηκαν τα δίκτυα ψηφιακών δεδοµένων υψηλής ταχύτητας, και έτσι η απαραβίαστη εθνική κρυπτοµηχανή DE-59 αποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία και αποτελεί πλέον ένα από τα µοναδικά εκθέµατα στο Μουσείο της Σχολής Διαβιβάσεων. Δυστυχώς, δεν υπήρξε πρόνοια για τον εκσυγχρονισµό της. Σε όλη τη χρονική περίοδο λειτουργίας της, η ON-LINE κέρδισε την εµπιστοσύνη της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, εξασφαλίζοντας µε απόλυτη επιτυχία το απόρρητο των ελληνικών κρατικών επικοινωνιών. Αν δεν είχε εφευρεθεί αυτή η εθνική κρυπτοµηχανή, θα ήµασταν αναγκασµένοι είτε να αγοράσουµε συσκευές από κάποια σύµµαχο χώρα, εν γνώσει µας ότι εκείνη θα µπορεί να γνωρίζει τα µυστικά µας, είτε θα ήµασταν δέσµιοι των αργών παλιών κρυπτογραφικών συστηµάτων, µε συνέπεια δυσκολίες και καθυστερήσεις στην επικοινωνία. Οµως, µετά από τόσα χρόνια, δεν αποδόθηκε ποτέ τιµή ή έστω κάποια στοιχειώδης ένδειξη ευγνωµοσύνης προς τον δηµιουργό της Παναγή Δελµούζο (1910-1985), γεγονός που αποτελεί τον κανόνα στη χώρα µας. Η ελληνική κρυπτοµηχανή DE-59 µας έκανε υπερήφανους, αφ’ ενός διότι απέδειξε ότι υπάρχουν άξιοι και ικανοί Έλληνες επιστήµονες, αφ’ ετέρου διότι διαφύλαξε τα εθνικά µυστικά από εχθρούς και από φίλους, παρέχοντας την ασφάλεια που είχαν ανάγκη όλες οι κρατικές υπηρεσίες, υλοποιώντας το απόφθεγµα ενός εκ των επτά σοφών της αρχαίας Ελλάδος, του Περίανδρου: «λόγων απορρήτων εκφοράν µη ποιού». 

Ταξίαρχος ε.α. Νοταρίδης Χρήστος  Μέλος του Συνδέσµου Αποστράτων Αξκών Διαβιβάσεων